- υπεκχέω
- Α1. αναβλύζω, ξεπηδώ («τὸ δὲ ὑπεξέχυτ' αὐτίκα δάκρυ», Απολλ. Ρόδ.)2. μτφ. απαλλάσσομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκχέω «χύνω έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεκχεομένη — ὑπεκχέω well up pres part mp fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκχεῖται — ὑπεκχέω well up pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκχέῃς — ὑπεκχέω well up pres subj act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek